ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβλίκα (ουσ. θηλ.) κουβλίκα [kuˈvlika] Σίλ., Φλογ. κλουβίκα [kluˈvika] Ανακ. γκουβλίκα [guˈvlika] Μαλακ. Aπό το ουσ. κουβλί, και το παραγωγ. επίθμ. -ίκα.
Eίσοδος κοτετσιού ό.π.τ. : Το κεφάλι μ’ λάχ’σα το σο κουβλίκα να πιάσω τα ορνίθια (Έχωσα το κεφάλι μου στην τρύπα του κοτετσιού να πιάσω τις κότες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812