κουβλίκα
(ουσ. θηλ.)
κουβλίκα
[kuˈvlika]
Σίλ., Φλογ.
κλουβίκα
[kluˈvika]
Ανακ.
γκουβλίκα
[guˈvlika]
Μαλακ.
Aπό το ουσ. κουβλί, και το παραγωγ. επίθμ. -ίκα.
Eίσοδος κοτετσιού
ό.π.τ.
:
Το κεφάλι μ’ λάχ’σα το σο κουβλίκα να πιάσω τα ορνίθια
(Έχωσα το κεφάλι μου στην τρύπα του κοτετσιού να πιάσω τις κότες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812