κουζουγκοπέκι
(ουσ. ουδ.)
κουζουγκοπέκι
[kuzugoʹpeci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kuzu göpek ή kuzu göpeğı mantari = είδος μανιταριού, μορχέλλα η εδώδιμη (Morcella esculenta, Redhouse).
Είδος βρώσιμου μανιταριού με σπογγώδη κεφαλή, μορχέλλα η εδώδιμη
:
Τα κουζουγκοπέκα 'μείς πάλ' αδέ πάλ' έχουμ' τα
(Τις μορχέλλες τις έχουμε και εμείς εδώ, δηλ. φύονται και εδώ, όχι μόνο στα Φάρασα)
Φάρασ.
-Bağr.
Τροποποιήθηκε: 11/08/2025