κουβαλητής
(ουσ. αρσ.)
κουβαλητσ̑ής
[kuvaliˈtʃis]
Σίλ.
Από το ρ. κουβαλώ και το παραγωγ. επίθμ. -τής.
Κουβαλητής, μεταφορέας