κότσι (II)
(ουσ. ουδ.)
κότσ̑ι
[ˈkotʃi]
Φάρασ.
κοτ͑σ̑ι
[ˈkotʰʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. göç = α) μετανάστευση β) μεταφερόμενη οικοσκευή, μπαγκάζια.
Οι αποσκευές ενός μετανάστη
ό.π.τ.