κότσι (III)
(ουσ. ουδ.)
κότσ̑ι
[ˈkotʃi]
Ποτάμ.
κότσ̑'
[kotʃ]
Ανακ., Ουλαγ.
qοτσ̑'
[qotʃ]
Μαλακ.
γκότσ̑'
[gotʃ]
Ουλαγ.
γότσ̑ι
[ɣotʃi]
Φάρασ.
γότσ̑'
[ɣotʃ]
Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
qόιτσ̑'
[ˈqoitʃ]
Αξ.
Πληθ.
κότσ̑ια
[ˈkotʃa]
Ουλαγ.
Μεσν. ουσ. κότζιν, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. koç = κριάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. goç.
1. Κριάρι
ό.π.τ.
:
Άι-Λαύρα μ’, κάνε με καλά και να σε ποίκω γουρμπάν’ ένα γότσ̑’
(Αγία Λαύρα μου, κάνε με καλά και θα σου κάνω θυσία ένα κριάρι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Το γιο έταξέν το σο Θεό και Θεός έστειλεν ένα μαύρο κότσ̑ι
(Τον γιο του τον έταξε στον Θεό και ο Θεός έστειλε ένα μαύρο κριάρι)
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Σου γότσ' φόρουναμ' ντου μέγαν ντου λομπούρ'
(Στο κριάρι φορούσαμε την μεγάλη κουδούνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Η περίοδος γύρω στις 25 Οκτωβρίου, κατά την οποία οι βοσκοί άφηναν τους επιβήτορες για αναπαραγωγή
Μισθ.
Συνών.
γοτσάγαντα