ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κότσι (III) (ουσ. ουδ.) κότσ̑ι [ˈkotʃi] Ποτάμ. κότσ̑' [kotʃ] Ανακ., Ουλαγ. qοτσ̑' [qotʃ] Μαλακ. γκότσ̑' [gotʃ] Ουλαγ. γότσ̑ι [ɣotʃi] Φάρασ. γότσ̑' [ɣotʃ] Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. qόιτσ̑' [ˈqoitʃ] Αξ. Πληθ. κότσ̑ια [ˈkotʃa] Ουλαγ. Μεσν. ουσ. κότζιν, το οπ. από το παλ. τουρκ. ουσ. koç = κριάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. goç.
1. Κριάρι ό.π.τ. : Άι-Λαύρα μ’, κάνε με καλά και να σε ποίκω γουρμπάν’ ένα γότσ̑’ (Αγία Λαύρα μου, κάνε με καλά και θα σου κάνω θυσία ένα κριάρι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Το γιο έταξέν το σο Θεό και Θεός έστειλεν ένα μαύρο κότσ̑ι (Τον γιο του τον έταξε στον Θεό και ο Θεός έστειλε ένα μαύρο κριάρι) -ΚΜΣ-ΚΠ327 Σου γότσ' φόρουναμ' ντου μέγαν ντου λομπούρ' (Στο κριάρι φορούσαμε την μεγάλη κουδούνα) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Η περίοδος γύρω στις 25 Οκτωβρίου, κατά την οποία οι βοσκοί άφηναν τους επιβήτορες για αναπαραγωγή Μισθ. Συνών. γοτσάγαντα