κουβατίζω
(ρ.)
Αόρ.
κουβάντ'σα
[kuˈvantsa]
Φάρασ.
κουβάνσα
[kuˈvansa]
Φάρασ.
Από το ουσ. κουβέτι, όπου και τύπ. γουβάτ͑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χτυπώ
:
Kουβάνσε τη ναίκαν ντου
(Χτύπησε την γυναίκα του)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βαρώ, γιαναντίζω, κοπανίζω, φαγίζω