ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβατίζω (ρ.) Αόρ. κουβάντ'σα [kuˈvantsa] Φάρασ. κουβάνσα [kuˈvansa] Φάρασ. Από το ουσ. κουβέτι, όπου και τύπ. γουβάτ͑ι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χτυπώ : Kουβάνσε τη ναίκαν ντου (Χτύπησε την γυναίκα του) Φάρασ. -Dawk. Συνών. βαρώ, γιαναντίζω, κοπανίζω, φαγίζω
Τροποποιήθηκε: 18/04/2025