φαγίζω (II)
(ρ.)
φαγίζω
[faˈʝizo]
Μαλακ., Φλογ.
φαΐζω
[faˈizo]
Αξ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ.
φαΐζου
[faˈizu]
Μισθ., Σίλ.
Παρατατ.
φάιζα
[ˈfaiζa]
Φλογ.
Αόρ.
φάγισα
[ˈfaʝisa]
Μαλακ.
φάισα
[ˈfaisa]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
φαΐνου
[faˈinu]
Μισθ.
Παθ.
φαγίζουμαι
[faˈʝizume]
Αξ.
Μτχ.
φαϊσμένο
[faiˈzmeno]
Φλογ.
Αγν. ετύμ. Πβ. κυπρ. φακκώ = χτυπώ, δέρνω και θρακ. φακίζω = κόβω κλαδιά. Kατά τον Κεσίσογλου (1951: 87) από το ρ. αφανίζω. Κατά τον Dawkins (1916: 656) κατ' επέκτ. από το ρ. φαγίζω = ταΐζω με την σημ. ‘τρώω ξύλο’. Πιθανότερη η σύναψη με το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. σφακιά = χτύπημα με βέργα, το οπ. από το μεσν. ουσ. σφάκια , πβ. Ἡσύχ. Σ 2840 «σφάκια· τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα». O τύπ. φαΐνου αναλογ. από τον αορ. φάισα.
Χτυπώ, δέρνω
ό.π.τ.
:
Το πιστικό φάισεν ντο
(Τον βοσκό τον έδειρε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παιρί μου φάισίν ντου
(Το παιδί μου το έδειρε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κρούγου, ντώκα, φάισά ντου, λύχην όλιους
(Το χτυπάω, το βαράω, το κοπανάω, λύθηκε ο ήλιος (ενν. τον τενεκέ· επωδή για την έκλειψη ηλίου))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μι τ' τοπούζα φάισιν ντου τζιανταρμά, πιάσαν ντου
(Με το ρόπαλο χτύπησε τον χωροφύλακα, τον έπιασαν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντο τύρα ντεμ bόρσε νο'ο φαΐσ'
(Την πόρτα δεν μπόρεσε να την χτυπήσει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Eγώ 'σ' εσέ ντε φαΐζουμαι
(Εγώ από σένα δεν δέρνομαι, δεν μπορείς να με δείρεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Με το τϋφέγι σ' φάισε ένα qαργά
(Με το τουφέκι σου χτύπα ένα κοράκι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Φάισαν ντο, σκότωσάν ντo
(Το χτύπησαν, το σκότωσαν)
Φλογ.
-Dawk.
Πιάνει να μι φαΐσ', πού να μι φαΐσ', ογώ είκουσ̑' χρονού
(Πάει να με χτυπήσει, πού να με χτυπήσει, εγώ είκοσι χρονώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ακούμ' να μας φαϊσ' τσ̑όλα, προσεξέτ'!
(Λίγο ακόμα και θα μας χτυπήσει κιόλα, προσέξτε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φαγίσ̑' σο άλογο ένα qι̂ρπαdζ̑ά, τ' άλογο φέγνει
(Ρίχνει στο άλογο μιά καμτσικιά, το άλογο φεύγει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
- Κρούιξαν ναίτσ̑ις; - Ντα ναίτσ̑ις ντεν μπορείς να ντου φαΐσ̑εις!
(- Χτυπούσαν γυναίκες; Τις γυναίκες δεν μπορείς να τις χτυπήσεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φάιζαν και φτύνισ̑καν απενανdάλλο
(Έδερναν και έφτυναν ο ένας τον άλλο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
Συνών.
βαρώ, γιαναντίζω, κοπανίζω, κρούω