φαΐζι
(ουσ. ουδ.)
φαΐζι
[faˈizi]
Φάρασ.
φαΐτζ̑ι
[faˈidʒi]
Αξ.
φαΐσι
[faˈisi]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. faiz = τόκος.
Τόκος
ό.π.τ.
:
Έφαεν τ' μάνα, έφαεν και το φαΐτζ̑ι τ'
(Έφαγε το κεφάλαιο, έφαγε και τον τόκο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Δώκα πέντε λίρες, ’α μου δώσει 20 γρούσε φαΐζι
(Έδωσα πέντε λίρες, θα μου δώσει είκοσι γρόσια τόκο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
διάφορο