ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαΐζι (ουσ. ουδ.) φαΐζι [faˈizi] Φάρασ. φαΐτζ̑ι [faˈidʒi] Αξ. φαΐσι [faˈisi] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. faiz = τόκος.
Τόκος ό.π.τ. : Έφαεν τ' μάνα, έφαεν και το φαΐτζ̑ι τ' (Έφαγε το κεφάλαιο, έφαγε και τον τόκο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Δώκα πέντε λίρες, ’α μου δώσει 20 γρούσε φαΐζι (Έδωσα πέντε λίρες, θα μου δώσει είκοσι γρόσια τόκο) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. διάφορο