φαϊνταλαντίζω
(ρ.)
φαϊdαλαdίζω
[faidalaˈdizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. faydalanmak = ωφελούμαι.
Ωφελούμαι
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025