ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φακούδι (ουσ. ουδ.) φακούδι [faˈkuði] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. φακούδ' [faˈkuð] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φερτάκ., Φλογ. φακούρ' [faˈkur] Αραβαν., Γούρδ. φακούγ̑' [faˈkuʝ] Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ. φακούθ' [faˈkuθ] Μαλακ. φαζούγ̑' [faˈzuʝ] Τροχ. Πληθ. φακούδια [faˈkuðʝa] Ποτάμ. φακούια [faˈkuia] Μισθ., Ουλαγ., Τροχ. Από το ουσ. φακή και το υποκορ. επίθμ. -ούδι.
1. Φακή ό.π.τ. : Έπαρ' του τσ̑αμτσ̑ά τσ̑ι κουπάντσι ντα φακούια να φάμι (Πάρε το γουδί και κοπάνησε τις φακές να φάμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντα φακούια έβρασαν (Οι φακές έβρασαν) Μισθ. -Κοτσαν. Τα ρεβίθε και το φακούδι τα ψέναμε όπως εδώ (Τα ρεβίθια και τη φακή τα μαγειρεύαμε όπως εδώ) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Του γέλμα, ντου ροφ, ντου φακούι, του πιλιάρ, να του μίξου. να τα χωρίεις ένα σαάτ (Το στάρι, το ρόβι, τις φακές, τη βρόμη, να τα ανακατέψω, να τα χωρίσεις σε μία ώρα) Μισθ. -Dawk. Να μοιραστούμι φακούθ' (Θα μοιραστούμε φακές) Μαλακ. -Dawk. Ντα φαϊα μας ιτούρα ήδαν, πα̈χλα̈́, λέ', φακούϊα, λέ', σου τουντούρ, λέ' (Τα φαγιά μας αυτά ήταν, φασόλια λέει, φακές λέει, στο ταντούρι λέει.) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντετσού σιάνιξαν τσι δα ψωμιά τνι σιάνιξαν τσι δα φακούια τνι (Εκεί έφτιαχναν και τα ψωμιά τους, έφτιαχναν και τις φακές τους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μαδίσκανι το ρόβι, το ριβίθι το φακούδι, φτέγκαν ντα τεμάτα (Θέριζαν τον αρακά, το ρεβίθι, τη φακή, τα έφτιαχναν δεμάτια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Φακουδιού τσικί (Δοχείο φακής˙ Τσουκάλι για το βράσιμο της φακής και ειρων. κοντή γυναίκα) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 || Παροιμ. Δώτσ̑εν τα τάττε του σου φακουδού τη ρίζα (Στήριξε τις πατούσες του στις φακής τη ρίζα˙ Ειρων. για τους τεμπέληδες που τα περιμένουν έτοιμα από τους άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αφρούκα αφρούκα 'α νά 'ρτει αν νταρός, τα ισάνε να κάτσουν σου φακουδού τη στσ̑άιδη (Σιγά σιγά θα έρθει ένας καιρός που οι άνθρωποι θα κάτσουν στη σκιά της φακής˙ Μελλοντικά το ανθρώπινο γένος θα αποδυναμωθεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Έι Αϊ Βασίλη, σπέρ’ φακούια
και σηκών' πολύ μπερεκέτ’
( Έι Άγιε Βασίλη, σπείρε φακές
και φέρε πολλή ευημερία)
Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
2. Μτφ., τα χρήματα Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Φλογ. : Έεις μι φακούια; (Έχεις χρήματα) Ουλαγ. -Κεσ.