ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φανάρι (ουσ.) φανάρ' [faˈnar] Αραβαν. φανέρι [faˈneri] Τροχ. φενέρι [feˈneri] Ανακ., Σίλ., Τροχ. φενέρ' [feˈner] Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ. Από το μεσν. ουσ. φανάρι.
Φανάρι ό.π.τ. : Βρήσ'κι του φενέρι (Έσβησε το φανάρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χέι Αϊ Βασίλη μ’, φώτ’σι το φανέρι μ’ και Χεός να σε φωτίσ' (Χέι Άη-Βασίλη μου, φώτισε το φανάρι μου και ο Θεός να σε φωτίσει) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. || Ασμ. Κόψε κουμμάτι λαρδί και σέμα σο κελλάρι,
ήψε κουμμάτι κερί και θες το σο φενέρι
(Κόψε κομμάτι λαρδί και μπες στο κελλάρι,
άναψε ένα κομμάτι κερί βάλε το στο φανάρι)
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Συνών. φάνα :1