φαρακοπίρι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
φαρακοπίρια
[farakoˈpirʝa]
Σινασσ.
Από το ουσ. φαράκα, το νεότ. ουσ. πίρος = πώμα, και το παραγωγ. επίθμ. -ι.
Ξύλινο ή πάνινο πώμα στάμνας