φαρμακερός
(επίθ.)
φαρμακερό
[farmaˈcero]
Γούρδ., Μαλακ.
Από το μεσν. επίθ. φαρμακερός, το οπ. από το μεταγν. επίθ. φαρμακηρός.
Φαρμακερός
Συνών.
αγιλούς