φασολούχι
(ουσ. ουδ.)
φασολούχ
[faso'lux]
Ανακ.
φασολούχ̇ια
[fasοˈluxia]
Ανακ.
Από το ουσ. φασόλι και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι, όπου και τύπ. -λούχ.
Χωράφι όπου καλλιεργούνται φασόλια