φάρκι
(ουσ. ουδ.)
φαρκ'
[fark]
Ουλαγ., Σίλ.
φάργ̇ι
[ˈfarɣi]
Αραβαν., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. fark = α) διαφορά β) διάκριση γ) χωρίστρα. Η λ. τουλάχιστον από το 1840, πβ. Βυζ. Βαβυλων. 65 «Φάρκι ντὲ κάμει, ἄντρωπο εἶναι, γκάϊδαρο εἶναι, οὕλα ἕνα τ’ἄχει»
Διαφορά
ό.π.τ.
:
Το φάργ̇ι του ένι ατέ
(Η διαφορά του είναι αυτή)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Φάρκ' ρεν έσ̑ει
(Δεν έχει διαφορά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Δεβαίνω σο φάργ̇ι
(Περνάω στη διαφορά˙ Ωφελώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Φτένει φάργ̇ι
(Κάνει διαφορά˙ Ωφελεί)
Φάρασ.
-Αναστασ.