φακλώνω
(ρ.)
φακλώνω
[faˈklono]
Αξ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετιζόμενο με το ρ. γαγγλώνω.
Mεγαλώνω, αναπτύσσομαι
Συνών.
αδρεύω, μποϊτίζω, μποΐζω, ψηλώνω :1, Αντίθ
μικραίνω :2
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025