ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποϊτίζω (ρ.) μποϊτίζου [boiˈtizu] Μισθ. μπο̈γ̑ντΰζω [bο̈ˈʝdyzo] Αραβαν., Μισθ. Από το τουρκ. ρ. büyümek, αόρ. büyüdü = α) μεγεθύνομαι β) μεγαλώνω, αναπτύσσομαι.
Αμτβ., αναπτύσσομαι, μεγαλώνω ό.π.τ. : Το καμήλ’, το να περάν’ τον ντόπο, άρχεψε να μπο̈γ̑ντΰσ̑’ (Το καμηλάκι αντί να πεθάνει, άρχισε να μεγαλώνει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μποϊούτ’σις ένα γαζά (Μεγάλωσες, ψήλωσες πολύ) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αδρεύω, μποΐζω, φακλώνω, ψηλώνω