μποϊτίζω
(ρ.)
μποϊτίζου
[boiˈtizu]
Μισθ.
μπο̈γ̑ντΰζω
[bο̈ˈʝdyzo]
Αραβαν., Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. büyümek, αόρ. büyüdü = α) μεγεθύνομαι β) μεγαλώνω, αναπτύσσομαι.