μποϊνούζι
(ουσ. ουδ.)
μπουινούζ'
[buiˈnuz]
Ουλαγ.
μπουινούζι
[buiˈnuzi]
Ουλαγ.
Πληθ.
μποϊνούζια
[boiˈnuzʝa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. boynuz = κέρατο, όπου και διαλεκτ. τύπ. buynuz (THADS, λ. buynuz I).
Kέρατο
ό.π.τ.
:
Με τό ’ναν ντο μπουινούζι μ’ να σε φέρω μέλ’
(Με το ένα μου κέρατο θα σου φέρω μέλι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εκεινιαρώ ντα μποϊνούζια μέσα έν’ ένα qουτί
(Ανάμεσα στα κέρατα (ενν. του βουβαλιού) υπάρχει ένα κουτί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
κέρατο