ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποϊνούζι (ουσ. ουδ.) μπουινούζ' [buiˈnuz] Ουλαγ. μπουινούζι [buiˈnuzi] Ουλαγ. Πληθ. μποϊνούζια [boiˈnuzʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. boynuz = κέρατο, όπου και διαλεκτ. τύπ. buynuz (THADS, λ. buynuz I).
Kέρατο ό.π.τ. : Με τό ’ναν ντο μπουινούζι μ’ να σε φέρω μέλ’ (Με το ένα μου κέρατο θα σου φέρω μέλι) Ουλαγ. -Κεσ. Εκεινιαρώ ντα μποϊνούζια μέσα έν’ ένα qουτί (Ανάμεσα στα κέρατα (ενν. του βουβαλιού) υπάρχει ένα κουτί) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. κέρατο