μπολκάκι
(ουσ. ουδ.)
μπολκάκι
[boˈlkaci]
Σινασσ.
Από το ουσ. μπόλκα και το υποκορ. επίθμ. -άκι.
Είδος γυναικείου εφαρμοστού πανωφοριού με κουμπιά
Σινασσ.