μπολούχ
(ουσ. ουδ.)
μπολούχ
[boˈlux]
Μισθ.
πολιέχ́ι
[poliˈexɯ]
Φάρασ.
πολ-λούχ́ι
[polˈluxɯ]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. bolluk = αφθονία.