φάκα
(ουσ. θηλ.)
φάκα
[ˈfaka]
Μαλακ.
Πιθ. από το ουσ. καφάς, όπου και τύπ. qαφά (Μαλακ.) με μετάθ. συλλαβών και παραγωγ. επίθμ. -α.
Ως χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντροκέφαλη