ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φάκα (ουσ. θηλ.) φάκ-κα [ˈfakka] Μαλακ. Πιθ. από το ουσ. καφάς, όπου και τύπ. qαφά (Μαλακ.) με μετάθ. συλλαβών, και το παραγωγ. επίθμ..
Ως χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντροκέφαλη Συνών. κοτζακάφαλος
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025