φάκα
(ουσ. θηλ.)
φάκ-κα
[ˈfakka]
Μαλακ.
Πιθ. από το ουσ. καφάς, όπου και τύπ. qαφά (Μαλακ.) με μετάθ. συλλαβών, και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Ως χαρακτηρισμός γυναίκας που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντροκέφαλη
Συνών.
κοτζακάφαλος
Τροποποιήθηκε: 02/09/2025