ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φάγημα (ουσ. ουδ.) φάγημα [ˈfaʝima] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ. φάημα [ˈfaima] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. φάγεμα [ˈfaʝema] Αξ., Σατ. φάεμα [ˈfaema] Φάρασ., Φλογ. φάημου [ˈfaimu] Μισθ. φάγισμα [ˈfaʝizma] Φλογ. Γεν. φαγεμάτ' [faʝeˈmat] Ανακ. Πληθ. φαγήματα [faˈʝimata] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. φάγημα (πβ. Σοῦδ. Φ 10 «Φαγήματα: βρώματα»). Ο τύπ. φάγισμα από το αορ. θ. φαγισ- του ρ. φαγίζω.
1. Η ενέργεια του τρώγω, φάγωμα ό.π.τ. : Aτό τί φάημό 'νι; (Τι τρόπος φαγητού είναι αυτός;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ιτο κιρίκα τι φάημα σ̑άν'! (Αυτό το πουλάρι τι φάγωμα κάνει, πόσο τρώει!) Μισθ. -Κοτσαν. Το σ̑ειμό πουά έργατα τζ̑οὔχαμε· πολύ φάεμα τσ̑αι πότεμα είχαμ' (Το χειμώνα δεν είχαμε πολλές δουλειές· είχαμε πολύ φαγητό και ποτό) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τα 'πεμεινά πάλι κω’άνε κέιφα̈ μο τα φαέματα τζ̑αι τα πιέματα (Οι υπόλοιποι πάλι συνεχίζουν το γλέντι με φαγοπότια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Στου χωριό τώρα τσιάχ χειμό τί να ποίκεις; Ε αυτά που σιάνουμ' κάθι μέρα, κάτσημου, φάημα, πγίσιμου, τσοίμημα (Στο χωριό τώρα μέσα στο χειμώνα τι να κάνεις; ε, αυτά που κάνουμε κάθε μέρα, καθησιό, φαηγό, πιοτό, ύπνο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πασλάτ’σιν το φάημα, τιριλέd’σιν (Άρχισε να τρώει, συνήλθε) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Θεκνίνκιν αν τουρλού γεμέκα σο τεψί μπρό του, τζαι φτένκιν α ζόρι φάγεμα (Έβαζε ένα σωρό φαγητά στον δίσκο μπροστά της, και έφτιαχνε ένα εξαιρετικό γεύμα) Σατ. -Παπαδ. Φκιάισ̑καν το σταυρό τ'νε και πασ̑λάταναν το φάημα (Έκαναν το σταυρό τους και άρχιζαν το φαΐ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Φαγητό ή τρόφιμα Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Τροχ., Φλογ. : Χέκιξαμ' ούλα ντα φαήμαδα σ' αμbαριού (Βάζαμε όλα τα τρόφιμα στην αποθήκη) Μισθ., Μαλακ. -Κοτσαν. Θέτσεν τον τεψή μο τα φαγέματα (Έβαλε το ταψί με τα φαγητά) Σατ. -Παπαδ. Φάγημα ρέ σε σ’ ρώσου (Φαγητό δε θα σου δώσω) Σίλ. -Dawk. Φάημα βράζει (Το φαγητό βράζει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Να σας ψήσωμε Πόλης τα καλά φαγήματα (Θα σας μαγειρέψουμε τα ωραία πολίτικα φαγητά) Σίλ. -Συλλ. Έχ'νε φάεμα πολύ, ας φάμ' ως νένοιξ' (Έχουνε πολύ φαγητό, ας φάμε ως την άνοιξη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γατίχι :2, γεμέκι, ζαχράς, ζουμί :3, μάντζα, ψωμικά :1
β. Ζωοτροφή Σίλ. : Για τα χαϊβάνια τουκάντζησι φάημάν τους (Τέλειωσε η ζωοτροφή για τα άλογα ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Μτφ., δωροδοκία Φάρασ.
4. Μτφ., σύνταξη Μισθ. : Ντεβλέτι να μι βγάλ' φάημα (Το κράτος να μου βγάλει σύνταξη) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887