ζουμί
(ουσ. ουδ.)
ζωμί
[zoˈmi]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φάρασ., Φλογ.
ζουμί
[zuˈmi]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τροχ.
Από το μεσν. ουσ. ζουμίν, το οπ. από μεσν. ζωμίν, υποκορ. του ουσ. ζωμός.
1. Ζουμί γενικώς
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
2. Χυλός
Αξ., Γούρδ., Μισθ.
β.
Ειδικότ., το φαγητό πιντίς (αβγά και αλεύρι), στο οπ. αντί για γάλα έβαζαν νερό
Μισθ.
:
Έφααμ' ζωμί
(Φάγαμε %iπιντίς%i
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
γ.
Φαγητό με όσπρια ή κουρκούτι γαρνιρισμένο με ξηρά φρούτα
Αξ., Τροχ.
:
Βορκοκιού-μαλασ̑κένου-σταφυγιού ζωμιά
(Φαγητά γαρνιρισμένα με βερίκοκα-δαμάσκηνα-σταφύλια
)
Αξ.
-Μαυροχ.
Το ζουμί σάνισκάμ’ το με ροβίας, με το πλιγούρ’ και με τα σταφίδες· αυτό το φαγητό το λέισκαμ’ ζουμί
(Το ζουμί το φτιάχναμε με ρεβίθια, με πληγούρι και με σταφίδες· αυτό το φαγητό το λέγαμε %iζουμί%i
)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.