ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάντζα (I) (ουσ. θηλ.) μάντζα [ˈmandza] Αξ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. manca = φαγητό, το οπ. από το ιταλ. ουσ. mangia.
Φαγητό ό.π.τ. : Ψήνισ̑καν πολλά μάντζες (Έφτιαχναν πολλά φαγητά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ψήν' το μάντζα και κονών' το σο λαγήν' μέσα (Μαγευρεύει το φαγητό και το χύνει στο δοχείο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ούλλα φον φέγνισ̑καν, ύστερα φέρισ̑καν δίνισ̑καν και λίγο μάντζα σο νυφ' με το qαμπρός και τρώγισ̑καν κι ικείνα (Αφού έφευγαν όλοι, ύστερα έφερναν έδιναν και λίγο φαγητό στη νύφη με το γαμπρό και έτρωγαν κι εκείνοι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Κρίμα ντεv έν' το καλόν τ' μάντζα στο κακόν το στόμα; (Κρίμα δεν είναι το καλό το φαγητό στο κακό το στόμα;˙ για αγαθά που πηγαίνουν σε ανάξιους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γατίχι, ζουμί :3, φάγημα, φαγί :1, ψωμί