ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντεντσής (ουσ.) μαdεντζής [madenˈdzis] Σατ., Σινασσ. ματεντσ̑ής [matenˈtʃis] Φάρασ. μα̈τα̈ντσ̑ής [mætænˈtʃis] Αφσάρ. μαdεμτζής [mademˈdzis] Φκόσ. Θηλ. μετεντσ̑ίσσα [metenˈtʃisa] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. madenci = α) μεταλλωρύχος β) μεταλλουργός γ) ιδιοκτήτης ορυχείου.
1. Μεταλλουργός ό.π.τ.
2. Μεταλλωρύχος ό.π.τ.
3. Κάτοικος του χωριού Μαντέν-Μετένι ό.π.τ.