μαντεντσής
(ουσ.)
μαdεντζής
[madenˈdzis]
Σατ., Σινασσ.
ματεντσ̑ής
[matenˈtʃis]
Φάρασ.
μα̈τα̈ντσ̑ής
[mætænˈtʃis]
Αφσάρ.
μαdεμτζής
[mademˈdzis]
Φκόσ.
Θηλ.
μετεντσ̑ίσσα
[metenˈtʃisa]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. madenci = α) μεταλλωρύχος β) μεταλλουργός γ) ιδιοκτήτης ορυχείου.
1. Μεταλλουργός
ό.π.τ.
2. Μεταλλωρύχος
ό.π.τ.
3. Κάτοικος του χωριού Μαντέν-Μετένι
ό.π.τ.