μαντέμ
(σύνδ.)
μάdεμ
[ˈmadem]
Σίλ.
μαdέμ
[maˈdem]
Αξ., Σατ., Φάρασ., Φλογ.
ματέμ
[maˈtem]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ματα̈́μ
[maˈtæm]
Αφσάρ.
Από τον τουρκ. συνδ. madem = ενώ, εφόσον.
1. Εφόσον, αφού
ό.π.τ.
:
Συ στρίγγ'σες με, μαdέμ είπες τι "όφ"
(Εσύ με φώναξες, αφού είπες «Ουφ")
Φάρασ.
-Αναστασ.
Μαdέμ ντέν ντο παιρπαίνεις, μέ το πσ̑ίνεις
(Αφού δεν το σηκώνεις, μην το πίνεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ματέμ γλύτωσες τσ̑’ ήφαρες το γιο μου αρό, ΄ζ ΄νει το θέλεμά σου
(Αφού γλύτωσες κι έφερες τον γιο μου γερό, ας γίνει το θέλημά σου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μαdέμ δε μας κρεύισκες, τι μας τουρούτ'σες σο πάγο;
(Αφού δεν μας ήθελες, τι μας σταμάτησες μέσα στο κρύο;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Η νύφη παλί τούς ντα ειπεί, ματέμ τζ̑ο κατσ̑εύ'κιν;
(Η νύφη πάλι πώς να τα πει, αφού δεν μιλούσε;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μάdεμ σέλεις τα, νάς̑ ‘νι
(Aφού το θέλεις, ας είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
αφόν
2. Ως χρον. σύνδ., όταν, αφού
Τσουχούρ.
:
Ματέμ πλερώγκανι τό θέρους, αδού σι μήνα 'νοίσκαν τά αώνα
(Αφού τελείωνε το καλοκαίρι, αυτό το μήνα άνοιγαν τα αλώνια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ματέμ ήξισαν, ήρτιν ο ταρός ν' dα παραδώσουν
(Όταν μεγάλωσαν, ήρθε ο καιρός να τα παντρέψουν, ενν. τα κοριτσάκια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
αφόν, αφώς