ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαντέμ (σύνδ.) μάdεμ [ˈmadem] Σίλ. μαdέμ [maˈdem] Αξ., Σατ., Φάρασ., Φλογ. ματέμ [maˈtem] Τσουχούρ., Φάρασ. ματα̈́μ [maˈtæm] Αφσάρ. Από τον τουρκ. συνδ. madem = ενώ, εφόσον.
1. Εφόσον, αφού ό.π.τ. : Συ στρίγγ'σες με, μαdέμ είπες τι "όφ" (Εσύ με φώναξες, αφού είπες «Ουφ") Φάρασ. -Αναστασ. Μαdέμ ντέν ντο παιρπαίνεις, μέ το πσ̑ίνεις (Αφού δεν το σηκώνεις, μην το πίνεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ματέμ γλύτωσες τσ̑’ ήφαρες το γιο μου αρό, ΄ζ ΄νει το θέλεμά σου (Αφού γλύτωσες κι έφερες τον γιο μου γερό, ας γίνει το θέλημά σου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μαdέμ δε μας κρεύισκες, τι μας τουρούτ'σες σο πάγο; (Αφού δεν μας ήθελες, τι μας σταμάτησες μέσα στο κρύο;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Η νύφη παλί τούς ντα ειπεί, ματέμ τζ̑ο κατσ̑εύ'κιν; (Η νύφη πάλι πώς να τα πει, αφού δεν μιλούσε;) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Μάdεμ σέλεις τα, νάς̑ ‘νι (Aφού το θέλεις, ας είναι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. αφόν
2. Ως χρον. σύνδ., όταν, αφού Τσουχούρ. : Ματέμ πλερώγκανι τό θέρους, αδού σι μήνα 'νοίσκαν τά αώνα (Αφού τελείωνε το καλοκαίρι, αυτό το μήνα άνοιγαν τα αλώνια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ματέμ ήξισαν, ήρτιν ο ταρός ν' dα παραδώσουν (Όταν μεγάλωσαν, ήρθε ο καιρός να τα παντρέψουν, ενν. τα κοριτσάκια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. αφόν, αφώς