ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανιτάρι (ουσ. ουδ.) μαϊτάρι [maiˈtari] Σινασσ. μαν'τ͑άρι [manˈtʰari] Σίλ. μαν'τάρ’ [manˈdar] Μισθ., Σίλατ., Φάρασ. μα̈ν’τα̈́ρ’ [mænʹtær] Μισθ. μεν'τ͑έρ' [menˈtʰer] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. μανιτάριν (< μεσν. ἀμανιτάριν < μεταγν. ἀμανίτης με παραγωγ. επίθμ. -άριν). Ο τύπ. μαϊτάρι με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [n]. Ο τύπ. μαν'τάρ’ αντιδάν. από το τουρκ. mantar.
1. Μανιτάρι ό.π.τ. : Πήαμ' σ' ένα βουνό για να μαζέψουμ' μαν'τάρια (Πήγαμε σ' ένα βουνό να μαζέψουμε μανιτάρια) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Σωρώβου μα̈ν'τα̈́ρια (Μαζεύω μανιτάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Μα̈ν’τα̈́ρια σώρουβις, φούσ̑καρις σώρουβις (Μανιτάρια μάζευες, σαλιγκάρια μάζευες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Κιοτ͑ΰ μαν'τ͑άρι (Κακό μανιτάρι˙ δηλητηριώδες μανιτάρι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Φελλός, πώμα Μαλακ.