μανίκι (II)
(ουσ. ουδ.)
μανίκ'
[μανίκ’]
Αξ., Ουλαγ.
μανίκια
[maˈnica]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. manik = α) γατάκι β) σκυλάκι γ) αρκουδάκι (Tietze 2019: λ. manuk/manık/manik).