ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανίκι (II) (ουσ. ουδ.) μανίκ' [μανίκ’] Αξ., Ουλαγ. μανίκια [maˈnica] Ουλαγ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. manik = α) γατάκι β) σκυλάκι γ) αρκουδάκι (Tietze 2019, λ. manuk/manık/manik).
Σκυλάκι ό.π.τ. : Έισ̑καν ένα μανίκ’ (είχαν ένα σκυλάκι) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. κουτίκα, σκυλόπο, ταζί
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025