ζουρνάς
(ουσ. αρσ.)
ζουρνάς
[zuˈrnas]
Αραβαν., Αφσάρ., Φάρασ.
ζουρτ͑άς
[zurˈtʰas]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζουρνάς, από το τουρκ. zurna (πβ. περσ. sūrnāy/surnā, απώτερα από αρχ. σύριγξ, βλ. Nisanyan (2002-2022: λ. zurna).
Ζουρνάς, παραδοσιακό μουσικό όργανο σαν φλογέρα
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Του έσ̑ει άσπρα, φυσά το ζουρτ͑ά
(Όποιος έχει λεφτά, φυσάει την φλογέρα˙ μόνο όποιος έχει οικονομική άνεση μπορεί να αποκτήσει κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.