ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζουλούπ (ουσ. ουδ.) ζουλούπ [zuˈlup] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Φλογ. Πληθ. ζουλούπια [zuˈlupça] Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zulup = τολύπη βαμβακιού (πιθ. από το αρχ. τολύπη = κουβάρι, χαρακτηρισμός για οτιδήποτε στρογγυλό).
1. Τολύπη Γούρδ.
2. Νιφάδες χιονιού Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Ζουλούπ ζουλούπ καταβάσ’ το σ̑όν’ (Νιφάδα νιφάδα ρίχνει το χιόνι) Ανακ. -Κωστ.Α. Ζουλούπ ζουλούπ σ̑ονίζ' (Χιονίζει με μεγάλες νιφάδες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361