ζουλούπ
(ουσ. ουδ.)
ζουλούπ
[zuˈlup]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Φλογ.
Πληθ.
ζουλούπια
[zuˈlupça]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zulup = τολύπη βαμβακιού (πιθ. από το αρχ. τολύπη = κουβάρι, χαρακτηρισμός για οτιδήποτε στρογγυλό).
1. Τολύπη
Γούρδ.
2. Νιφάδες χιονιού
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ζουλούπ ζουλούπ καταβάσ’ το σ̑όν’
(Νιφάδα νιφάδα ρίχνει το χιόνι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ζουλούπ ζουλούπ σ̑ονίζ'
(Χιονίζει με μεγάλες νιφάδες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361