μπελίκι
(ουσ. ουδ.)
μπελίτσ̑'
[beˈlitʃ]
Μισθ., Τσαρικ.
πελίκι
[peˈlici]
Φάρασ.
πελίκ'
[peˈlik]
Φλογ.
Πληθ.
πελίκια
[peˈlica]
Δίλ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. bölük = α) λόχος (πβ. ν.ε. μπουλούκι) β) τμήμα, κομμάτι γ) ως επίθ., πολύς, όπου και διαλεκτ. τύπ. belik, pelik.
1. Στρατιωτικό άγημα, λόχος
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Ασ’ τ’ ήκ’σεν ο βασιλός, βαριά ήτο χολιασμένος.
Σαλτά πελίκια, έρχεται, παϊράχ’ κι αναβαίνει ((Όταν το άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε πάρα πολύ.
Στέλνει λόχους κι έρχονται, μπαϊράκια κι ανεβαίνουν)) Τελμ. -Lag.
Σαλτά πελίκια, έρχεται, παϊράχ’ κι αναβαίνει ((Όταν το άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε πάρα πολύ.
Στέλνει λόχους κι έρχονται, μπαϊράκια κι ανεβαίνουν)) Τελμ. -Lag.
2. Κομμάτι
Μισθ., Τσαρικ.
:
Δώζ’ μι ένα μπελίτσ̑’ ψωμί
(Δώσε μου ένα κομμάτι ψωμί)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Φέρ' 'να μπελίτσ̑΄ ψωμί
(Φέρε ένα κομμάτι ψωμί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντώτ' του 'να μπελίτσ̑' κιριάς
(Δώστε του ένα κομμάτι κρέας)
Μισθ.
-Φατ.
Ντυό τρία μπελίτσ̑α κουλούρια τρώιξαν ντα κ'λάτσ̑α
(Δυό τρεις φέτες κουλούρα έτρωγαν τα παιδιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τι να ρανήσ'; δα μπαξιμάτια ούλα τσείνdι μπελίτσ̑α, τσακουμένα
(Τι να δει; τα παξιμάδια όλα είναι κομμάτια, θρυμματισμένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
«Τσάκου μι λίγα χτέρια' λέου· τσάκουσι λίγα μπελίτσ̑α, πήρα δα
(«Σπάσε μου λίγες πέτρες» λέω· έσπασε λίγα κομμάτια, τα πήρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δώκεν τα απ' ένα πελίκ' ψωμί
(Τους έδωσε από ένα κομμάτι ψωμί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Σ̑άνου ντου μπελίτσ̑α
(Το κάνω κομμάτια˙ κομματιάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γένα 'κατό μπελίτσ̑α
(Έγινα εκατό κομμάτια˙ έχω πάρα πολλά να κάνω ταυτόχρονα)
Μισθ.
-Φατ.
3. Μτφ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας
Φάρασ.
:
Έσ̑ει αν πελίκι χοροντ͑άς
(Έχει πολύ μεγάλη οικογένεια)
Φάρασ.
-Αναστασ.Τ
Συνών.
γαζά, γομάρι
4. Νιφάδα χιονιού
Δίλ.
:
Πελίκια πελίκια πέφτ’ χιόν’
(Nιφάδες-νιφάδες πέφτει το χιόνι)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887