ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπελίκι (ουσ. ουδ.) μπελίτσ̑' [beˈlitʃ] Μισθ., Τσαρικ. πελίκι [peˈlici] Φάρασ. πελίκ' [peˈlik] Φλογ. Πληθ. πελίκια [peˈlica] Δίλ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. bölük = α) λόχος (πβ. ν.ε. μπουλούκι) β) τμήμα, κομμάτι γ) ως επίθ., πολύς, όπου και διαλεκτ. τύπ. belik, pelik.
1. Στρατιωτικό άγημα, λόχος Τελμ. : || Ασμ. Ασ’ τ’ ήκ’σεν ο βασιλός, βαριά ήτο χολιασμένος.
Σαλτά πελίκια, έρχεται, παϊράχ’ κι αναβαίνει
((Όταν το άκουσε ο βασιλιάς, θύμωσε πάρα πολύ.
Στέλνει λόχους κι έρχονται, μπαϊράκια κι ανεβαίνουν))
Τελμ. -Lag.
2. Κομμάτι Μισθ., Τσαρικ. : Δώζ’ μι ένα μπελίτσ̑’ ψωμί (Δώσε μου ένα κομμάτι ψωμί) Τσαρικ. -ΚΜΣ-ΚΠ294 Φέρ' 'να μπελίτσ̑΄ ψωμί (Φέρε ένα κομμάτι ψωμί) Μισθ. -Κοτσαν. Ντώτ' του 'να μπελίτσ̑' κιριάς (Δώστε του ένα κομμάτι κρέας) Μισθ. -Φατ. Ντυό τρία μπελίτσ̑α κουλούρια τρώιξαν ντα κ'λάτσ̑α (Δυό τρεις φέτες κουλούρα έτρωγαν τα παιδιά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τι να ρανήσ'; δα μπαξιμάτια ούλα τσείνdι μπελίτσ̑α, τσακουμένα (Τι να δει; τα παξιμάδια όλα είναι κομμάτια, θρυμματισμένα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ «Τσάκου μι λίγα χτέρια' λέου· τσάκουσι λίγα μπελίτσ̑α, πήρα δα («Σπάσε μου λίγες πέτρες» λέω· έσπασε λίγα κομμάτια, τα πήρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Δώκεν τα απ' ένα πελίκ' ψωμί (Τους έδωσε από ένα κομμάτι ψωμί) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Σ̑άνου ντου μπελίτσ̑α (Το κάνω κομμάτια˙ κομματιάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Γένα 'κατό μπελίτσ̑α (Έγινα εκατό κομμάτια˙ έχω πάρα πολλά να κάνω ταυτόχρονα) Μισθ. -Φατ.
3. Μτφ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας Φάρασ. : Έσ̑ει αν πελίκι χοροντ͑άς (Έχει πολύ μεγάλη οικογένεια) Φάρασ. -Αναστασ.Τ Συνών. γαζά, γομάρι
4. Νιφάδα χιονιού Δίλ. : Πελίκια πελίκια πέφτ’ χιόν’ (Nιφάδες-νιφάδες πέφτει το χιόνι) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887