ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπελνταμάλ (ουσ. ουδ.) μπελνταμάλ [beldaʹmal] Μισθ. μπελταμάλ [beltaʹmal] Μισθ. Πιθ. από την τουρκ. φρ. marda mal = παλιόπραμα, σκάρτο πράμα. Πβ. ποντ. μαρδάς, μαρδάν' = άξιος καταφρόνησης.
1. Αόριστα και υποτιμητικά, παλιόπραμα, μαραφέτι : Ας χέκου ιτά το 'να ντου μπελταμάλ τσαγά ομπρό, να σε γράψουμ' τσ̑όλας (Ας βάλω κι αυτό το ένα το μαραφέτι εδώ μπροστά, να σε γράψουμε κιόλας, ενν. το μαγνητόφωνο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να έρτου 'να μέρα, φαίνιδι, κουρφάς να χέκου ιτά δου μπελνταμάλ τσ̑αά, δου μηχάνημα (Να έρθω μιά μέρα, φαίνεται, κρυφά, να βάλω εδώ αυτό το μαραφέτι, το μηχάνημα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να δα ειπείτ' σα μισιώτικα, να γιομώσουμ' ιτά δου μπελταμάαλ τσ̑αγουζά (Να τα πείτε στα μιστιώτικα, να γεμίσουμε αυτό το παλιόπραμα εδωπέρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Α ναι, έχουμ' τσι ιτό ου μπελνταμάλ! (Α ναι, έχουμε κι αυτό το παλιόπραμα!) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ευφημητ., το ανδρικό μόριο