μπελνταμάλ
(ουσ. ουδ.)
μπελνταμάλ
[beldaʹmal]
Μισθ.
μπελταμάλ
[beltaʹmal]
Μισθ.
Πιθ. από την τουρκ. φρ. marda mal = παλιόπραμα, σκάρτο πράμα. Πβ. ποντ. μαρδάς, μαρδάν' = άξιος καταφρόνησης.
1. Αόριστα και υποτιμητικά, παλιόπραμα, μαραφέτι
:
Ας χέκου ιτά το 'να ντου μπελταμάλ τσαγά ομπρό, να σε γράψουμ' τσ̑όλας
(Ας βάλω κι αυτό το ένα το μαραφέτι εδώ μπροστά, να σε γράψουμε κιόλας, ενν. το μαγνητόφωνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να έρτου 'να μέρα, φαίνιδι, κουρφάς να χέκου ιτά δου μπελνταμάλ τσ̑αά, δου μηχάνημα
(Να έρθω μιά μέρα, φαίνεται, κρυφά, να βάλω εδώ αυτό το μαραφέτι, το μηχάνημα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να δα ειπείτ' σα μισιώτικα, να γιομώσουμ' ιτά δου μπελταμάαλ τσ̑αγουζά
(Να τα πείτε στα μιστιώτικα, να γεμίσουμε αυτό το παλιόπραμα εδωπέρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Α ναι, έχουμ' τσι ιτό ου μπελνταμάλ!
(Α ναι, έχουμε κι αυτό το παλιόπραμα!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ευφημητ., το ανδρικό μόριο