μπελντίζω
(ρ.)
μπεϊλντίζου
[beilʹdizu]
Μισθ.
μπελντώ
[belʹdo]
Μισθ., Τσαρικ.
πελεdώ
[peleʹdo]
Αόρ.
μπέλ'σα
[ˈbelsen]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. ρ. bölmek = διαιρώ, χωρίζω και παθ. bölunmek = χωρίζομαι. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Dawkins (1916: 638) από το ρ. λεπίζω με μετάθ.
1. Μτβ., χωρίζω, κομματιάζω
ό.π.τ.
:
Βγάλ’ ΄να μήλου, μπελντά ντου σα ντυό, τό ’μ’σο γίν’ δου σου πατισάου, τό ’μ’σο γίν’ δου σου ναίκα τ’
(Βγάζει ένα μήλο, το κόβει στα δύο, το μισό το δίνει στον βασιλιά, το μισό το δίνει στην γυναίκα του)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Απ’ το ντενίσ’ έβγαλε ένα ψάρ’ και μπέλ’σεν dο κι έdεκέν dο σο πισίκα και σο σ̑κυλί
(Από την θάλασσα έβγαλε ένα ψάρι και το έκοψε στα δύο και το έδωσε στην γάτα και στο σκυλί)
Φερτάκ.
-Dawk.
2. Αμτβ., χωρίζομαι, διαιρούμαι
Φλογ.
:
Το χωριό πελεdά σε τρία μέροσδια
(Το χωριό χωρίζεται σε τρία μέρη)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191