μπενίζι
(ουσ. ουδ.)
μπενίζι
[beˈnizi]
Ουλαγ.
μπεν̇ίζ'
[beˈŋiz]
Ουλαγ.
μπα̈gίζ'
[bæˈɟiz]
Μισθ.
πέγκζι
[ˈpeŋdzi]
Φάρασ.
μπένζι
[ʹbenzi]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. beniz (benzi) (< παλαιότ. τουρκ. beŋiz και meŋiz) = χρώμα του προσώπου, όψη.
1. Το χρώμα του προσώπου
ό.π.τ.
:
Ντου μπα̈gίζ-ι-τ’ άλλαξιν
(Το χρώμα του προσώπου του άλλαξε)
Μισθ.
-Κοτσαν.