ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπενίζι (ουσ. ουδ.) μπενίζι [beˈnizi] Ουλαγ. μπεν̇ίζ' [beˈŋiz] Ουλαγ. μπα̈gίζ' [bæˈɟiz] Μισθ. πέγκζι [ˈpeŋdzi] Φάρασ. μπένζι [ʹbenzi] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. beniz (benzi) (< παλαιότ. τουρκ. beŋiz και meŋiz) = χρώμα του προσώπου, όψη.
1. Το χρώμα του προσώπου ό.π.τ. : Ντου μπα̈gίζ-ι-τ’ άλλαξιν (Το χρώμα του προσώπου του άλλαξε) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Πρόσωπο Ουλαγ. Συνών. γκαλάκι, μάγουλο, μισίδι, πρόσωπο, χαραγή