ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπεντέλι (ουσ. ουδ.) μπεdέλι [beˈdeli] Σινασσ. μπεdέλ [beˈdel] Ανακ., Τροχ. μπετέλι [beˈteli] Φερτάκ. πα̈τα̈́λι [pæˈtæli] Φάρασ. πατέλι [paˈteli] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. bedel = α) τιμή, αξία β) υποκατάστατο γ) χρήματα για την απαλλαγή κάποιου από την στρατιωτική θητεία (ειδικότ. στην φρ. bedel-i-askeri = αντίτιμο στρατιωτικής θητείας). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Αντισήκωμα, ετήσια καταβολή προς το κράτος για απαλλαγή από την στρατιωτική θητεία ό.π.τ. : Παλιά δε στρατεύμασταν· πληρώναμε μπετέλι 40 γρόσια (Παλιά δεν στρατευόμασταν. Πληρώναμε απαλλακτικό φόρο 40 γρόσια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Μπεdέλ παρασί Ανακ. -Κωστ.Α.