μπέρκι
(επίθ.)
μπέρτσ̑ι
[ˈbertʃi]
Μισθ.
μπα̈́ρτσ̑'
[ˈbærtʃ]
Μισθ.
μπιαρτσ̑'
[bʝartʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. berk = α) αστραπή β) ως επίθ. σκληρός, στέρεος γ) διαλεκτ. ως επίρρ., δυνατά, σταθερά. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. berç = σκληρότητα στο δέρμα (THADS, λ. berç).
Σκληρός
:
Πολύ μπιάρτς τσείδι
(Πολύ σκληρό είναι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπέρτσ̑ι ζ̑υμάρ'
(Σκληρό ζυμάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μπα̈́ρτσ̑' ζ̑υμάρ'
(Σκληρό ζυμάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτό 'νι μπα̈́ρτσ̑', ιτό ου κιριάς 'νι μπα̈́ρτσ̑'
(Αυτό είναι σκληρό, αυτό το κρέας είναι σκληρό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.