μπέσμπελλου
(επίρρ.)
μπέσμπελ-λου
[ˈbesbellu]
Από το τουρκ. επίρρ. besbelli = προφανώς, ολοφάνερα.
Ολοφάνερα
Τροποποιήθηκε: 29/05/2025