μπετζερτίζω
(ρ.)
μπετζερτίζω
[bedzerˈtizo]
Μαλακ.
Από το αόρ. του ρ. becermek = κατορθώνω.
Κατορθώνω
Συνών.
μπασαρεύω, μπασαρντίζω