μπιζόγι
(ουσ. ουδ.)
μπιζόγ̑'
[biˈzoʝ]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. bezek, όπου και διαλεκτ. τύπ. bezeğ, bizäk = α) στολίδι β) διακοσμητικό μοτίβο.
Πλεχτό γαϊτάνι