μπετσίκα
(ουσ. θηλ.)
μπετσ̑ίκα
[beˈtʃika]
Μαλακ.
μπουτσ̑ίκα
[buˈtʃika]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. becik, beçik, bicik και biçik = α) μοσχαράκι β) κατσικάκι γ) σκυλάκι και büçik = μοσχάρι (THADS, λ. biçik III, büçik).
Πβ.
πιτζίκο
1. Είδος μικρού σκύλου
2. Μοσχαράκι