ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπετσίκα (ουσ. θηλ.) μπετσ̑ίκα [beˈtʃika] Μαλακ. μπουτσ̑ίκα [buˈtʃika] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. becik, beçik, bicik και biçik = α) μοσχαράκι β) κατσικάκι γ) σκυλάκι και büçik = μοσχάρι (THADS, λ. biçik III, büçik). Πβ. πιτζίκο
1. Είδος μικρού σκύλου
2. Μοσχαράκι