μπετζέρτημα
(ουσ. ουδ.)
μπετζέρτημα
[beˈdzertima]
Μαλακ.
Από το ρ. μπεdζερτίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κατόρθωμα
Συνών.
μπασάρεμα
Τροποποιήθηκε: 28/08/2025