μπετέρ
(επίθ.)
μπετέρ
[beˈter]
Αραβαν., Μισθ., Σινασσ.
πετέρι
[peʹteri]
Φάρασ.
μπιτάρ
[biʹtar]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. beter = α) χειρότερος, πολύ κακός β) διαλεκτ., ως επίρρ., πολύ.
1. Χειρότερος
ό.π.τ.
:
Νταχά μπιτάρ
(Ακόμα χειρότερος)
Μισθ.
-Μακρ.
2. Άτιμος, άτακτος
Φάρασ.
3. Ως επίρρ., πολύ
Σινασσ.
:
Το ’μόν το πιδί μπετέρ φρόνιμο ήτενε
(Το δικό μου το παιδί ήταν πολύ φρόνιμο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πετέρ καλό νότον
(Ήταν πολύ καλό)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Να σε χαρώ, νόσουν ένα μπετέρ φυσεμένο παλληκάρι
(Να σε χαρώ, έγινες ένα πολύ ωραίο παλληκάρι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.