ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπετέρ (επίθ.) μπετέρ [beˈter] Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. πετέρι [peʹteri] Φάρασ. μπιτάρ [biʹtar] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. beter = α) χειρότερος, πολύ κακός β) διαλεκτ., ως επίρρ., πολύ.
1. Χειρότερος ό.π.τ. : Νταχά μπιτάρ (Ακόμα χειρότερος) Μισθ. -Μακρ.
2. Άτιμος, άτακτος Φάρασ.
3. Ως επίρρ., πολύ Σινασσ. : Το ’μόν το πιδί μπετέρ φρόνιμο ήτενε (Το δικό μου το παιδί ήταν πολύ φρόνιμο) Σινασσ. -Τακαδόπ. Πετέρ καλό νότον (Ήταν πολύ καλό) Σινασσ. -Λεύκωμα Να σε χαρώ, νόσουν ένα μπετέρ φυσεμένο παλληκάρι (Να σε χαρώ, έγινες ένα πολύ ωραίο παλληκάρι) Σινασσ. -Τακαδόπ.