μπέχτσι
(ουσ. ουδ.)
μπέχτσι
[ˈbextsi]
Φάρασ.
μπέσκι
[ˈbesci]
Μισθ., Σίλ.
μπέσ̑τ'
[ˈbeʃt]
Μαλακ.
μπα̈́ς
[bæs]
Μισθ.
π͑εσ'
[phes]
Φλογ.
Θηλ.
μπέχτση
[ˈbextsi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bahis (bahsi) (< αραβ. baḥt) = α) θέμα β) στοίχημα γ) έρευνα (Tietze 2016: bahs), όπου και διαλεκτ. τύπ. behis.
Στοίχημα
ό.π.τ.
:
Εδώ να θέκουμε αν μπέχτσι
(Εδώ να βάλουμε ένα στοίχημα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ότις αν τζ̑ερτίσει την μπέχτση 'σ' τα δύο μας, 'ς πεμείνει αdζ̑είνος 'αρός
(Όποιος από τους δυό μας κερδίσει το στοίχημα, ας απομείνει εκείνος ζωντανός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Κόπην το σάσι της τζ̑' έχασεν την μπέχτση
(Κόπηκε η μιλιά της κι έχασε το στοίχημα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έχομε π͑έσ' να πας
(Έχουμε βάλει στοίχημα ότι θα πας)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Βγάζου μπέσκι, αυτό ρε σε νά ’νει
(Βάζω στοίχημα, αυτό δεν πρόκειται να γίνει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Χέκου μπα̈́ς
(Βάζω στοίχημα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Βγάλλου μπέσκι
(Βγάζω στοίχημα˙ Στοιχηματίζω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γιάντες