μπιλίκα
(ουσ. θηλ.)
μπιλίκα
[biˈlika]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bilik = στην παιδική γλώσσα, ανδρικά ή γυναικεία γεννητικά όργανα (THADS, λ. bilik VII) και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Στην παιδική γλώσσα, τα γεννητικά όργανα αγοριού