ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιλισίκ (ουσ. ουδ.) μπιλισ̑ίκ [biliˈʃik] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bilişlik = οικειότητα με ανομοιωτ. απλοπ. του δεύτερου [l] ή από το παλαιότ. τουρκ. biliş = οικείος, φίλος.
Γνωριμία, ένδειξη αναγνώρισης : Το παιγί ανgναdι̂́ζ' το το έν' εγελφή τ' άμ-μα ντε ντίν' ακούμ' μπιλισ̑ίκ (Το παιδί καταλαβαίνει ότι αυτή είναι αδερφή του αλλά δεν δίνει ακόμα κάποια ένδειξη αναγνώρισης) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.