μπιλισίκ
(ουσ. ουδ.)
μπιλισ̑ίκ
[biliˈʃik]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bilişlik = οικειότητα με ανομοιωτ. απλοπ. του δεύτερου [l] ή από το παλαιότ. τουρκ. biliş = οικείος, φίλος.
Γνωριμία, ένδειξη αναγνώρισης
:
Το παιγί ανgναdι̂́ζ' το το έν' εγελφή τ' άμ-μα ντε ντίν' ακούμ' μπιλισ̑ίκ
(Το παιδί καταλαβαίνει ότι αυτή είναι αδερφή του αλλά δεν δίνει ακόμα κάποια ένδειξη αναγνώρισης)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.