μπιμπίλα
(ουσ. θηλ.)
μπιbίλα
[biˈbila]
Γούρδ., Μαλακ.
πιbίλα
[piʹbila]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. μπιμπίλα (Λεξ. Σομ.). Προβληματική η συνήθης ετυμολόγηση από το τουρκ. bülbül = αηδόνι ή το τουρκ. birbiri = το ένα μετά το άλλο. Επίσης αμφίβολη η άποψη του Καραποτόσογλου (2012: 160-161) ότι συνδέεται με το ιταλ. ουσ. pippolo.
Είδος δαντέλας που γίνεται με βελόνα.
:
Ένα καλό φυσεμένο γιασμά με τα πιμπίλες φόρ'σα
(Φόρεσα μιά καλή στολισμένη μαντήλα μπιρμπιλωτή)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.