μπινιτσής
(ουσ. αρσ.)
μπινιτσής
[biniʹtsis]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. binici = α) ιππέας β) καλός, έμπειρος καβαλάρης.
Καλός καβαλάρης