μπιρακτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
πιραχτι-έσιμα
[piraxtiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. μπιρακτώ, όπου και τύπ. πιραχτι-έω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Για ζώα, αποβολή