ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιρικτίζω (ρ.) μπιρικτίζω [biriˈktizo] Αραβαν., Μισθ. bϋρϋκτίζου [byryˈktizu] Μισθ. μπιουρουκτίζου [bʝuruˈktizu] Μισθ. μπιρικτώ [biriˈkto] Αξ. μπιρικτού [biriˈktu] Ουλαγ. πουρουκτώ [puruʹkto] Σινασσ. Αόρ. μπιρίκ'σα [biˈriksa] Μισθ., Ουλαγ. πιρούκ'σα [piˈruksa] Φλογ. πουρούκ'σα [puʹruksa] Σινασσ., Φλογ. Από το τουρκ. ρ. birikmek = συγκεντρώνoμαι, συναθροίζομαι
1. Συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι ό.π.τ. : Πήγεν στο μύλο, κρυβίσ̑τεν 'ς το τ͑εκνέ· μπιρίκ'σαν ντιαβόλ' το βραγύ (Πήγε στον μύλο, κρύφτηκε στην σκάφη· μαζεύτηκαν οι διάβολοι το βράδυ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Και κατσ̑ά πιουρούκταναν έππεγι παράδια (Και έτσι μαζεύονταν αρκετά χρήματα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Πεντ’-έξ̑ι μεγάλα ονομάτ’ πουρούκ’σαν σ’ ένα τόπος (Πέντε-έξι σημαντικά πρόσωπα συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Να πήραμ' ντου τσ̑ουφάλ' ιτ' να ντ' έσ̑υραμ' σου φούρνους, ντου βραΰ μπϋρΰκτιζαμ' σου τ͑οκάν', τρώισκαμ' ντου (Αν έπαιρνες το κεφάλι του (σφαγμένου ζώου), θα το βάζαμε στον φούρνο, το βράδυ θα μαζευόμασταν στο καφενείο και θα το τρώγαμε) Μισθ. -Φατ. Ντο κιφάλι μ’ μπιρίκ'σαν ένα πολλά φσ̑άγια (Στο κεφάλι μου μαζεύτηκαν ένα σωρό παιδιά) Ουλαγ. -Κεσ. Μπϋρΰκτιζαν τόι, σ̑άνιξαν 'να μέα χόρους (Συγκεντρώνονταν τότε, κάνανε έναν μεγάλο χορό) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έτριξαν, μπιουριούκ'σαν τ' απάν ντου μαχαλά λέει (Έτρεξαν, μαζεύτηκαν οι της απάνω γειτονιάς, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιόμουνα ένα μέγα τζίγκους τραχανό ου φαΐ μπιουρούκτιζιν ούλου ου χόρουντα μι α χουλιάρια (Γέμιζαν ένα μεγάλο τσίγκινο σκεύος τραχανα, μαζευόταν όλο το σόι με τα κουτάλια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Συγκεντρώνω Μισθ.