ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντερνεντώ (ρ.) ντερνεdώ [derneˈdo] Σίλ. Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. dernemek = συγκεντρώνω.
Συγκεντρώνομαι : Μαζευτσήκασ̑ι, ντερνετζήσασ̑ι (Μαζεύτηκαν, συγκεντρώθηκαν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. σωρεύω :2, τοπλαντίζω :1
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025