ντερνεντώ
(ρ.)
ντερνεdώ
[derneˈdo]
Σίλ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. dernemek = συγκεντρώνω.
Συγκεντρώνομαι
:
Μαζευτσήκασ̑ι, ντερνεντζήσασ̑ι
(Μαζεύτηκαν, συγκεντρώθηκαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.